- σφαιρικός
- σφαιρικόςglobularmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… … Dictionary of Greek
σφαιρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει το σχήμα της σφαίρας, στρογγυλός: Η Γη έχει σφαιρικό σχήμα. 2. ολόπλευρος: Έγινε μια σφαιρική θεώρηση του ζητήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαιρικά — σφαιρικός globular neut nom/voc/acc pl σφαιρικά̱ , σφαιρικός globular fem nom/voc/acc dual σφαιρικά̱ , σφαιρικός globular fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιρικῶν — σφαιρικός globular fem gen pl σφαιρικός globular masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιρικόν — σφαιρικός globular masc acc sg σφαιρικός globular neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιρικαῖς — σφαιρικός globular fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιρικαί — σφαιρικός globular fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιρικοῖς — σφαιρικός globular masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιρικοί — σφαιρικός globular masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιρικοῦ — σφαιρικός globular masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)